Εγώ ο Γιαννούλης Χαλεπάς
Τίτλος: Εγώ, ο Γιαννούλης Χαλεπάς
Σκηνοθεσία: Στέλλα Αρκέντη
Σενάριο: Στέλλα Αρκέντη
Ηθοποιοί: Ιωάννα Γκαβάκου, Τάκης Βογόπουλος, Θανάσης Παπαθανασίου
Είδος: Μυθιστορηματική Βιογραφία.
Σύντομα θα προβληθεί στις αίθουσες.
Η ζωή του Τηνιακού μεγάλου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) από τον Πύργο της Τήνου
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Από το 1869 έως το 1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση. Το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann) Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ’ επανάληψη να αυτοκτονήσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την ψυχολογία και την ψυχιατρική ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη. Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο.
συνέχεια σ’ αυτό το άρθρο
Τον Ιούλιο του 1888 κλείνεται, παρόλη την αντίθεση της μάνας του, στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Είναι η ίδια χρονιά, που άλλοι δύο διάσημοι, ο Βίνσεντ Βαν Γκόγκ και ο Φρειδερίκος Νίτσε, περνούν το κατώφλι της τρέλας.
Για 13 χρόνια ο Χαλεπάς μένει έγκλειστος και όταν βγαίνει από το ψυχιατρείο, ο πατέρας του έχει πεθάνει. Έτσι μπαίνει υπό την επιτήρηση της μάνας του που πίστευε ότι η Τέχνη τον κατέστρεψε. Μόνο το 1916 μετά τον θάνατο της μητέρας του θα επιστρέψει στον κόσμο της δημιουργίας και θα δημιουργήσει μέχρι τον θάνατο του (1938) έργα ανώτερα από αυτά της πρώτης περιόδου. Σήμερα ο Γιαννούλης Χαλεπάς θεωρείται ότι συνδύαζε ως καλλιτέχνης, «την πανελληνικότητα του Παλαμά, την ποιητική αποσπασματικότητα και την δραματικότητα του Σολωμού, το ήθος του Παπαδιαμάντη και την τραγικότητα της ζωής του Βιζυηνού».