Το Μόνον της ζωής του ταξείδιον – Γεώργιος Βιζυηνός (1849 Βιζύη, Τουρκία – 1896 Αθήνα, /46)
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον

“Ότε μ’ εστρατολόγουν δια το έντιμον των ραπτών επάγγελμα, ουδεμία υπόσχεσίς των ενεποίησεν επί της παιδικής μου φαντασίας τόσον γοητευτικήν εντύπωσιν, όσον η διαβεβαίωσις, ότι εν Κωνσταντινουπόλει έμελλον να ράπτω τα φορέματα της θυγατρός του Βασιλέως”.
Αλλ’ εκεί εις το τελευταίον δωμάτιον, εν ω με άφινον οι μαύροι κλείοντες όπισθεν μου την θύραν, τι νομίζετε ότι μ’ επερίμενε; Καμμία ροδανθής, ξανθόκομος βασιλοπούλα έτοιμη να πετάξη από την χαράν της – εις την αγάλην μου; Τίποτε απολύτως τίποτε, εντός του δωματίου. Εντός του τοίχου όμως, δι ου το δωμάτιον τούτο συνεκοινώνει προς το άλλο, μ’ επερίμενε να τον θωπεύσω, παπαρίζων αυτόν, ωσάν να ήτο η ερωμένη μου, σανίδινος κύλινδρος, κατασκευασμένος ούτως, ώστε να περιστρέφεται εν τη θέσει του περί κάθετον άξονα, χωρίς να σε αφίνη ν ιδής εκ των πλαγίων εις το παρακείμενον δωμάτιον. Μόλις τον εθώπευον, ως ανωτέρω, και μία λεπτή, πολύ λεπτή φωνή ηκούετο έσωθεν:
-Ηλθες αρνί μου;
-Μάλιστα Σουλτανήμ.

Ο σανίδινος κύλινδρος εστρέφετο περί εαυτόν, παρουσιάζων τώρα προς εμέ εις το αντίθετον μέρος του μικράν θυρίδα, ήτις τον έκαμνε να φαίνεται ως ερμάριον. Πατσουλή, μόσχος, άμβρα και όλα των Ινδιών τα αρώματα εμοσχοβόλουν όπισθεν της θυρίδος εκείνης. Βεβαίως θα ήτον μέσα η βασιλοπούλα μου! – Ήνοιγον την θύραν εναγωνίως και εντός του περιστρεφόμενου τούτου μικρού ερμαρίου με υπεδέχετο μυροβόλον και ορεκτικόν κανένα μαχαλεμπί, κανένα μπουρέκι, ή μπακλαβάς ή άλλο τι γλυκύτατον πράγμα από εκείνα, τα οποία δεν έχουν γλώσσαν, αισθάνεσαι όμως άμα τα ιδής, ότι σοι λέγουν επανειλημμένως “φάγε με”. Τούθ’ όπερ και έπραττον εγώ, εννοείται, χωρίς πολλών διατυπώσεων.

Μίαν ημέραν μόλις ετελείωσα την ευχάριστον τούτην ενασχόλησιν μου, και η λεπτή εκείνη φωνή με ερωτά εάν θέλω και άλλο τίποτε καλλίτερο.
-Όχι, Σουλτανήμ, άλλο τίποτε καλλίτερο από σένα δεν θέλω.
-Αφερήμ, αρνί μου! Μεγάλος είσαι, μεγάλος;
Ετοιμαζόμουν να της είπω, ότι είμαι τόσος ώστε ειμπορούσα να έμβω εις το ερμαράκι εκείνο να κλείσω την θυρίδα, να δώσω έναν γύρον εις τον κύλινδρον και να ευρεθώ ωσάν μπουρέκι εμπρός εις τους οφθαλμούς της. Αλλά ο μαύρος ευνούχος, ο οποίος εις το μεταξύ είχεν εισέλθει χωρίς να τον εννοήσω, εξεστόμισεν ύπερθεν της κεφαλής μου άσεμνον ύβριν, αποπνίξαν την φωνήν εις τον λάρυγγα μου.
Η καϋμένη μου η βασιλοπούλα έπρεπε να λάβη την απάντησιν από το άγριον, φοβερόν του στόμα!
-Μεγάλος; ε; χα, χα, χα! έκραξεν ο Κισλάρ αγάς γελών σαρδώνιον γέλωτα.
Είναι τόσο μικρός ακόμα, που για να τον κρεμάσω αψηλά, στα μάτια σου, επαράγγειλα καινούργιο σκαμνί να πατήση πάνω. Έπειτα μοι ένευσε να τον ακολουθήσω…
“Το μόνον της ζωής του ταξίδιον” σελ. 109 – 110 (Το αμαρτημα της μητρος μου και αλλα διηγηματα) – Ίδρυμα Τύπου